- ευλογιάζω
- και βλογιάζω και ευλογιώ, -άω [ευλογία]έχω προσβληθεί, πάσχω από τη νόσο ευλογία (κν. ευλογιά, βλογιά).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευλογιασμός — ο [ευλογιάζω] ιατρ. ο εμβολιασμός με τον ιό τής νόσου ευλογίας για προφύλαξη από αυτήν, ο δαμαλισμός, το μπόλιασμα … Dictionary of Greek
ευλογιώ — άω [ευλογία] ευλογιάζω, πάσχω από τη νόσο ευλογία, είμαι βλογιασμένος … Dictionary of Greek